τριαρίων

τριαρίων
τριᾱρίων , τριάριοι
triarii
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πριμίπιλος — ὁ, Μ ο εκατόνταρχος τού πρώτου λόχου τών τριαρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. primipilus «εκατόνταρχος τού πρώτου λόχου τών τριαρίων» (< λατ. primus «πρώτος» + pilus «ο πρώτος λόχος τών τριαρίων»)] …   Dictionary of Greek

  • πίλος — ο / πῑλος, ΝΜΑ 1. κάλυμμα τής κεφαλής, καπέλο 2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή μσν. αρχ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι… …   Dictionary of Greek

  • πρίγκιπας — ο / πρίγκιψ, ιπος, ΝΜΑ, και πρίγκηπας, θηλ. πριγκίπισσα και πριγκιπέσσα, Ν, πρίγκιπας, πρίγκιπος και πριγκίπιος, και τ. πληθ. πριγκιπάδες, Μ νεοελλ. μσν. τίτλος κοινωνικής διάκρισης ο οποίος γενικά απονεμόταν σε παιδιά βασιλιά ή και σε άλλα μέλη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”